- αφάσκιωτος
- -η, -οαυτός που δεν τον τύλιξαν με τη φασκιά: Τα μωρά τώρα τα μεγαλώνουν αφάσκιωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφάσκιωτος — η, ο 1. ο δίχως φασκιές, ασπαργάνωτος 2. χωρίς επίδεσμο … Dictionary of Greek